- ξεβαβουλίζω
- μετ.1) вынимать, извлекать хлопок из коробочки; 2) перен. искать, разыскивать;
τί ξεβαβουλίζεις μεσ' στο σκοτάδι; — чего ты ищешь в темноте?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί ξεβαβουλίζεις μεσ' στο σκοτάδι; — чего ты ищешь в темноте?
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεβαβουλίζω — βγάζω το βαμβάκι από το βαβούλι του, από την κάψα του 2. ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βαβούλι «μπουμπούκι, κάψα του βαμβακιού»] … Dictionary of Greek